- λαχανόχρους
- -ουνλαχανής, λαχανόχρωμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + -χρους < χρώς «χρώμα» (πρβλ. θαλασσό-χρους, πορφυρό-χρους). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek